λαθραίος

λαθραίος
-α, -ο (Α λαθραῑος, -ον, θηλ. και -α)
αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῑον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο
στριφτό, χειροποίητο τσιγάρο με αδασμολόγητο καπνό
β) τα λαθραία
τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο τελωνείο και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η λαθραία
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας οροβαγχίδες.
επίρρ...
λαθραίως και λαθραία (Α λαθραίως)
κρυφά, μυστικά, λάθρα
αρχ.
1. εν αγνοίᾳ κάποιου («λαθραίως τῆς μητρός», Αλκίφρ.)
2. αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα λαθραίως», Ιπποκρ.)
3. χωρίς προφανή αιτία («λαθραίως τελευτῶσι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + -ιος. Ως επιστημον. όρος τής βοτανικής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lathraea < λαθραία, θηλ. τού λαθραίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαθραῖος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίος — α, ο επίρρ. α 1. μυστικός, αυτός που κατάφερε να μη γίνει αντιληπτός: Ταξίδεψε λαθραία. 2. εμπόρευμα ή συνάλλαγμα που μπήκε ή βγήκε από τη χώρα χωρίς να πληρωθεί ο νόμιμος δασμός: Τον συνέλαβαν για μεταφορά λαθραίων εμπορευμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαθραῖον — λαθραῖος masc/fem acc sg λαθραῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραῖα — λαθραῖος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραῖοι — λαθραῖος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραιότερον — λαθραῑότερον , λαθραῖος adverbial comp λαθραῑότερον , λαθραῖος masc acc comp sg λαθραῑότερον , λαθραῖος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραιότατα — λαθραῑότατα , λαθραῖος adverbial superl λαθραῑότατα , λαθραῖος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραῖ' — λαθραῖα , λαθραῖος neut nom/voc/acc pl λαθραῖε , λαθραῖος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίω — λαθραί̱ω , λαθραῖος masc/fem/neut nom/voc/acc dual λαθραί̱ω , λαθραῖος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίως — λαθραί̱ως , λαθραῖος adverbial λαθραί̱ως , λαθραῖος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”